- χορηγικός
- -ή, -ό / χορηγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χορηγός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορηγία ή στον χορηγόαρχ.φρ. «χορηγικοὶ ἀγῶνες» — άμιλλα μεταξύ χορηγών για την προετοιμασία και την συγκρότηση χορών, καθώς και κατά τη διεξαγωγή τών παραστάσεων (Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.